- μίνδις
- μίνδις, -ιος, ἡ (Α)ομάδα επιτρόπων επιφορτισμένων με την επιμέλεια τάφου.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εγχώρια λ., πιθ. miňtĺ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μενδίται — μενδῑται, οἱ (Α) τα μέλη τής μίνδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίνδις «σύνδεσμος επιτρόπων για τη φροντίδα ενός μνημείου» + κατάλ. ίτης, με τροπή τού πρώτου ι σε ε ] … Dictionary of Greek